- θρασύφωνος
- θρασύφωνος, -ον (Α)θρασύστομος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -φωνος < φωνή (πρβλ. κακό-φωνος, παχύ-φωνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασύφωνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
θρασυφωνία — θρασυφωνία, ἡ (Α) [θρασύφωνος] η θρασυστομία* … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek